- ειδησεολογία
- η1. συλλογή ειδήσεων κοινού ενδιαφέροντος για να γραφούν στον ημερήσιο ή περιοδικό τύπο2. η αναγραφή ειδήσεων στην εφημερίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ειδησεολογία — η η συλλογή ειδήσεων με επικαιρότητα και ενδιαφέρον, για να δημοσιευτούν σε εφημερίδες ή περιοδικά, το ρεπορτάζ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
ειδησεολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στην ειδησεολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
ειδησεολογικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην ειδησεολογία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)